1454 06 01 Γεννάδιος Σχολάριος εκλέγεται Πατριάρχης ελέω Μωάμεθ που 'παραχωρεί' στην 'Εκκλησία' τους Οθωμανικούς τίτλους για να...

Ο ρόλος της εκκλησίας στην άλωση της Πόλης

23.03.2018 santeos.blogspot.gr

Είναι γνωστό πως ο Μωάμεθ ο κατακτητής μετά την άλωση της Πόλης στα 1453 ήθελε οπωσδήποτε να αποφύγει την ένωση των Εκκλησιών, ανατολικής και δυτικής, για να μην αντιμετωπίσει καμιά καινούρια σταυροφορία, που θα δημιουργούσε ανωμαλίες στην αχανή αυτοκρατορία του.

Σκέφτηκε, λοιπόν να εκμεταλλευτεί τους "ανθενωτικούς" του Βυζαντίου και χορήγησε μ' όσο το δυνατόν περισσότερα προνόμια το Πατριαρχείο, για να μπορεί με ένα πανούργο και μεγαλεπήβολο σχέδιο να εξουσιάζει τους πιστούς της χριστιανοσύνης. Έτσι άλλωστε εξηγείται και το μίσος των κληρικών της ανατολής κατά του μεγάλου ουμανιστή, Ιεράρχη, πολιτικού, φιλοσόφου και φλογερού πατριώτη Βησσαρίωνα.

Οικονομικά λοιπόν και πολιτικά ελατήρια, και ασφαλώς όχι ανθρωπιστικά, οδήγησαν το Μωάμεθ στην παραχώρηση των προνομίων προς τον Πατριάρχη και τον κλήρο και δεν ήταν ούτε "θέλημα Θεού" ούτε "η υπεροχή της χριστιανικής θρησκείας". Ο ιστορικός Zinkeisen γράφει ότι: "Ο Μωάμεθ εκμεταλλεύτηκε το μίσος των Βυζαντινών κατά των Λατίνων για να στερεώσει την αυτοκρατορία του".

Γι' αυτό την τρίτη κιόλας μέρα μετά από το πέσιμο της πόλης, έκανε Πατριάρχη τον αρχηγό των "ανθενωτικών" Γεώργιο Σχολάριο, το γνωστό στην ιστορία με το όνομα Γεννάδιο. Τον υποδέχθηκε ο Μωάμεθ στο παλάτι του με ακόμα μεγαλύτερες τιμές απ' αυτές που οι βυζαντινοί αυτοκράτορες υποδέχονταν το νέο Πατριάρχη και με Βεράτι (αυτοκρατορικό διάταγμα) του παραχώρησε τα θρησκευτικά και πολιτικά του προνόμια.

Όπως γράφει σχετικά ο χρονογράφος της εποχής Φραντζής (Χρονικό Γ), ο Γεννάδιος Σχολάριος υπήρξεν ο καλύτερος σύμμαχος του Μωάμεθ. Όχι μόνον με τα κηρύγματα του έσπειρε τη διχόνοια, αλλά εκαλλιέργει και τον φιλοτουρκισμόν.

Εξάλλου αυτός ο Νοταράς και οι άλλοι ομόφρονές του, καθώς και οι καλόγεροι και τα πλήθη της Κωνσταντινουπόλεως, που ήσαν εχθροί των Παλαιολόγων και πολιτικοί αντίπαλοι της ενώσεως των Εκκλησιών, είχαν ανοίξει κάθε πόρτα του Κάστρου και έβαλαν τους Τούρκους μέσα στην πρωτεύουσα, ενώ ο πιστός στον Παλαιολόγο στρατός, επολεμούσεν ακόμα ηρωικά.

Άρα ουσιαστικώς ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού και της Κωνσταντινουπόλεως εσυνθηκολόγησε. Την εποχή εκείνη τρεις ήταν οι κατηγορίες των πληθυσμών. Και πρώτα πρώτα ήσαν οι πατριώτες και οι πιστοί στον Παλαιολόγο που εκπροσωπούσαν την άποψη της άμυνας μέχρις εσχάτων. Έτσι, ο Παλαιολόγος σε πρόσκληση του Μεχμέτ του Β' να του παραδώσει την πόλη απαντά:

"Το την Πόλην σοι δούναι ούτ' εμόν εστίν ούτ' άλλου τινός των κατοικούντων εν αυτή. Κοινή γάρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φειδόμεθα της ζωής ημών".

Στην υπόλοιπη Ελλάδα κυριάρχησε πυκνό σκοτάδι και οι καρδιές των Ελλήνων ραγιάδων πάγωσαν.

Ο Γεννάδιος Σχολάριος, με έγγραφη ομολογία πίστης και αφοσίωσης, με εντολή του κατακτητή, σχηματίζει θα λέγαμε κυβέρνηση Κουίσλιγκς και συγκεντρώνει "δοτές" από τον κατακτητή εξουσίες σ' ολόκληρη τη Βαλκανική, που δεν τις είχε ούτε πριν από την άλωση.


Η πηγή όμως της εξουσίας του Πατριάρχη δεν είναι ο λαός ούτε η συνέλευση του κλήρου, αλλά ο τύραννος, ο στυγνός δυνάστης και κατά συνέπεια, εκτελεί και διεκπεραιώνει τις εντολές του αφέντη του.

Ακόμη, για την επανάσταση του 1821 το πατριαρχείο και οι Δεσποτάδες εκτός από εξαιρέσεις δείχνουν εχθρικές διαθέσεις. Οι προύχοντες συνεργάζονται με τους Τούρκους, γιατί θεωρούνται όμηροι για την υποταγή των συμπατριωτών τους και δημιουργούν άλλοι έκοντες και άλλοι άκοντες, την ειδική τάξη των Κοτζαμπάσηδων, σε βάρος των συμπατριωτών τους.

Η Εκκλησία στην ανατολή ήταν και ως προς την πολιτική εξουσία ελέω κατακτητή. Ακόμη και απέναντι στο μεγάλο εθναπόστολο Ρήγα η Εκκλησία κράτησε εχθρική στάση.
Όσοι Πατριάρχες, Δεσποτάδες και απλοί κληρικοί τάχθηκαν με το λαό και ενάντια στον κατακτητή, έστω και σε ελάχιστο βαθμό, όπου έγιναν αντιληπτοί, πλήρωσαν ακριβά το τίμημα της πράξης τους.

Κι αυτοί είναι πολλοί, είναι πάμπολλοι, και στο πρόσωπο τους ο υπόδουλος ελληνισμός είδε τους νεομάρτυρές του. Πολλά τα παραδείγματα και πέρα από το ότι κατακρεούργησαν οι Τούρκοι τους φαναριώτες της Κωνσταντινούπολης, της Μολδοβλαχίας κ.ά. στα 1638, στραγγάλισαν τον οικουμενικό Πατριάρχη Κύριλλο Α', στα 1650 έπνιξαν τον Οικουμενικό Πατριάρχη Παρθένιο Β' στα 1657 απαγχόνισαν τον Πατριάρχη Παρθένιο Γ' το διάδοχο του Παρθενίου Β'.

Στα 1821 κρέμασαν τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε' και ταυτόχρονα και τους πρώην Πατριάρχες - Εθνάρχες Κύπρου και Ανδριανουπόλεως, ενώ στα 1912 έσφαξαν όλου τους κληρικούς της Σερβίας. Από τα στοιχεία που υπάρχουν φαίνεται πως την ίδια την επανάσταση του 1821, δεν την ενέκρινε η Εκκλησία έστω και σιωπηλά.

........................................................................................
Εκκλησιαστική περιουσία και οθωμανικοί τίτλοι ιδιοκτησίας

Του Γεωργίου Αθ. Τσούτσου  ikivotos.gr

Η νομική ισχύς των οθωμανικών τίτλων ιδιοκτησίας της Εκκλησίας της Ελλάδος των μητροπόλεων και των μονών που βρίσκονται εντός της ελληνικής επικράτειας είναι δεδομένη. Οι τίτλοι αυτοί είναι απαραίτητο να προσκομίζονται, προκειμένου να καταγραφεί επακριβώς η εκκλησιαστική περιουσία. Αποτελεί κοινό τόπο το ότι πρέπει το ταχύτερο δυνατόν να ολοκληρωθεί το Κτηματολόγιο και το Περιουσιολόγιο. Εν τω μεταξύ, βεβαίως, προβλήματα εγείρονται με την αλλαγή χρήσης περιουσιακών στοιχείων της Εκκλησίας από την πλευρά της Πολιτείας, η οποία αποβαίνει πάντοτε εις βάρος της πρώτης.

Προκειμένου περί της σημασίας των οθωμανικών τίτλων ιδιοκτησίας και των διαφόρων διαβαθμίσεών τους, πολύτιμη υπήρξε η ανακοίνωση των Χρήστου Τεάζη, Λέκτορα στο τμήμα Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου της Αγκυρας, και Muhammed Ceyhan, επίκουρου καθηγητή στο τμήμα Ιστορίας του πανεπιστημίου Munzur με ειδίκευση στην οθωμανική παλαιογραφία.


Με κοινή ανακοίνωσή τους στην ημερίδα για τους νομικούς που πραγματοποιήθηκε στην Ιερά Μονή Πετράκη με θέμα «Εκκλησιαστική Περιουσία - Σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας», οι δύο ομιλητές μίλησαν για την «ιστορική και νομική συνέχεια επί των εκκλησιαστικών ακινήτων». Από την ανακοίνωση αυτή παραθέτουμε ορισμένα στοιχεία γενικού ενδιαφέροντος.

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία διατήρησε στο ακέραιο τα εμπράγματα δικαιώματα επί των εκκλησιαστικών / μοναστηριακών ακινήτων και βακουφίων, που προϋπήρχαν επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Παραχωρούνταν άδειες μερικές φορές για αποκαταστάσεις ναών, μονών κ.λπ. Το 1839, με την εφαρμογή των πολιτειακών μεταρρυθμίσεων (περίοδος Tanzimat), το Οθωμανικό κράτος άρχισε να παραχωρεί άδειες για ανέγερση και επιδιορθώσεις ναών, όπως επίσης για ανέγερση σχολείων, των οποίων η συντριπτική πλειονότητα βρισκόταν πλησίον των ναών και η ιδιοκτησία τους ανήκε στην οικεία Ορθόδοξη κοινότητα.

Αφού το ελληνικό Δίκαιο αναγνωρίζει τη νομική ισχύ που είχαν οι οθωμανικοί τίτλοι ιδιοκτησίας την εποχή εκδόσεώς τους, είναι χρήσιμοι οι οθωμανικοί τίτλοι ιδιοκτησίας ή τεκμήρια ιδιοκτησίας ανάλογα με (1) την περιοχή που αφορούν και (2) εφόσον προηγούνται του χρονικού σημείου προσάρτησής τους στο ελληνικό κράτος.

Οι ομιλητές ανέπτυξαν το σύστημα καταγραφής ακινήτων του οθωμανικού κράτους και την ίδρυση δικαστηρίων σε κάθε περιφέρεια με σκοπό την εφαρμογή των εντολών της κεντρικής διοίκησης. Τα μητρώα δικαστηρίων περιέχουν όλες τις δικαστικές αποφάσεις των κατά τόπους δικαστηρίων. Σώζονται μόνο στα μητρώα δικαστηρίων της Κρήτης και της Μυτιλήνης, καθώς και σε αρχεία των ιδιοκτητριών μονών. Υπάρχουν επτά είδη τίτλων ιδιοκτησίας: τα Ταχρίρ (Tahrir), τα Φερμάνια (Fermani), τα Μπεράτ (Berat), τα Ιλμουχαμπέρ (Ιlmühaber), τα Χοτζέτι (Huccet), τα Λαμ (L’ lam) και τα Μαρούζ (Maruz). Είναι απαραίτητη η ακριβής γνώση της αξίας του κάθε είδους οθωμανικού εγγράφου από τους νομικούς οι οποίοι θα επικαλεστούν παρόμοιους τίτλους ιδιοκτησίας. Προς τον σκοπό αυτό, αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον η προσεχής δημοσίευση των πρακτικών της ημερίδας στο περιοδικό «Θεολογία», όπου θα υπάρχει και λεπτομερής περιγραφή της σημασίας εκάστου οθωμανικού εγγράφου.

...................................................................................
Η Κερκόπορτα και ο «μαρμαρωμένος βασιλιάς»

15.052010 pare-dose.net

Είναι γνωστόν, πως κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, οι ρασοφόροι λειτούργησαν ως πέμπτη φάλαγγα, καλλιεργώντας είτε κλίμα ηττοπάθειας -αντιτιθέμενοι στην ένωση των Εκκλησιών- λέγοντας πως «είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει», είτε ερχόμενοι και σε απευθείας συνομιλίες με τους Οθωμανούς. Τις προδοσίες των ρασοφόρων, προσπαθεί μέχρι και σήμερα η Εκκλησία να καλύψει με το παραμυθάκι της ξεχασμένης Κερκόπορτας (λες και επρόκειτο για μια απλή πόρτα που έκλεινε με ένα απλό πόμολο που δεν ασφάλισε καλά). Βεβαίως, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, ακόμη κι αν παρακάμψουμε το γεγονός, πως τουλάχιστον 30.000 ρασοφόροι «πέρδονταν κι έθρεφαν πρωκτό» (κατά την έκφραση του Δημήτρη Λιαντίνη) στα πάμπολλα μοναστήρια και τις εκκλησιές της περιοχής της Κωνσταντινούπολης (μόνο εντός της πόλεως υπήρχαν, όπως λέγεται, 300 μοναστήρια με 10.000 καλόγερους, ενώ διάφορες αναφορές και εκτιμήσεις ανεβάζουν τον συνολικό αριθμό έως και 300.000), όταν την ίδια στιγμή, την άμυνα της πόλης προσπαθούσαν να κρατήσουν μετά βίας 10.000 άνδρες, απέναντι στους 150.000 περίπου Οθωμανούς πολιορκητές, δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε και να παραγνωρίσουμε το γεγονός πως στο πλάι των ρασοφόρων αυτών συντάχθηκαν και πολλοί κοσμικοί, που βλέποντας το τέλος να πλησιάζει προσπάθησαν να περισώσουν ότι μπορούσαν.

Η Κερκόπορτα -που αξίζει να σημειωθεί ότι χρησιμοποιούνταν κυρίως από μοναχούς-, ότι κι αν συνέβη, δεν απέφερε το αποφασιστικό πλήγμα στην ήδη παραπαίουσα Κωνσταντινούπολη. Στην πραγματικότητα η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε πάψει εκ των πραγμάτων να υφίσταται, αρκετά χρόνια πριν, και είχε περιοριστεί στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης. Οι Οθωμανοί είχαν ήδη κατακυριεύσει την άλλοτε κραταιά αυτοκρατορία και το μόνο που έμενε ήταν η χαριστική βολή· το κερασάκι στην τούρτα: Η τυπική κατάληψη της πρωτεύουσας. Και λέμε τυπική, γιατί ουσιαστικά η Κωνσταντινούπολη είχε υποταχθεί, όταν πλήρωνε φόρο υποτέλειας στον Σουλτάνο. Η Κωνσταντινούπολη έπαψε να έχει τον έλεγχο των Στενών, απ' την στιγμή που οι Τούρκοι ευθαρσώς έχτισαν δίπλα στην Πόλη, στον Βόσπορο, το κάστρο «Ρούμελη Χισάρ» και φορολογούσαν τα διερχόμενα πλοία.

Η Κερκόπορτα (που παρεμπιπτόντως, δεν μνημονεύεται ούτε στο χρονικό του Φραντζή, ούτε του Μπαρμπάρο), είτε «ξεχάστηκε» ανοικτή, είτε -το πιθανότερον- την άνοιξαν κάποιοι από μέσα, δεν συνέβαλε αποφασιστικά στην κατάληψη της πόλης. Άλλωστε οι Τούρκοι είχαν ήδη σκαρφαλώσει στα μισογκρεμισμένα τείχη και εισέβαλαν στην πόλη. Επέφερε όμως ένα άλλο πλήγμα: Συνέβαλε στον εγκλωβισμό και στην παρεμπόδιση διαφυγής των αλλοφρονούντων κατοίκων. Όχι όλων βέβαια, γιατί πολλοί -και κυρίως οι ανθενωτικοί- κλειστήκαν στις εκκλησιές και το άβουλο και φανατισμένο θρησκευτικά πλήθος έψελνε μοιρολατρικά «Κύριε ελέησον» και περίμενε βοήθεια απ' τον...ουρανό. Το άνοιγμα της Κερκόπορτας όμως, εξυπηρετούσε έναν πολύ πιο ουσιαστικό σκοπό. Το Κοράνι προβλέπει την προστασία των «απίστων» κατοίκων μιας πόλης που παραδίδονται οικειοθελώς. Εκεί λοιπόν θα πρέπει να αναζητηθούν τα βασικά κίνητρα αυτών που άνοιξαν την Κερκόπορτα, είτε ρασοφόρων, είτε κοσμικών, είτε και των δυο μαζί. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως η περιοχή όπου βρίσκονταν η Κερκόπορτα -όπως και αρκετές ακόμη- δεν πειράχτηκε απ' τους Τούρκους.

Τα παραπάνω ενισχύει κι ένα έγγραφο που φέρει τον τίτλο «Η πτώσις της Κωνσταντινουπόλεως» και το οποίο συνέταξε η Θεοδώρα Φραντζή, κόρη του πρωτοβεστιάριου του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, Γεωργίου Φραντζή. Η Θεοδώρα Φραντζή ήταν σύζυγος του στρατιωτικού σύμβουλου του αυτοκράτορα, Εδουάρδου Ντε Ριστόν. Το έγγραφο εκδόθηκε στην Αγγλία το 1454, όπου είχαν καταφύγει και οι δύο μετά την Άλωση. Στο έγγραφο αυτό, περιγράφεται, μεταξύ άλλων και μια περίπτωση συνδιαλλαγής ρασοφόρων και κοσμικών με τον εκπρόσωπο του Μωάμεθ Β' του Πορθητή, Ρεσίτ Πασά της Ανδριανούπολης, λίγες ημέρες πριν την κατάληψη της πόλης. Οι συναντήσεις γινόταν -κρυφά και νύχτα φυσικά- στο μοναστήρι της Αγίας Ευθυμίας και κατά τύχην υπέπεσαν στην αντίληψη του Εδουάρδου Ντε Ριστόν. Από πλευράς των ρασοφόρων, στις διαπραγματεύσεις αυτές έλαβε μέρος ο ιεροκήρυκας της Αγίας Σοφίας, Ιωάσαφ, κι από πλευράς των κοσμικών ο Μέγας Δούκας Λεόντιος και ο αρχιναύαρχος Νεόφυτος. Παρατίθεται ο διάλογος μεταξύ των δωσίλογων και του Ρεσίτ Πασά, έτσι όπως διασώθηκε και δημοσιεύθηκε («Δαυλός», Μάρτιος 1993):

Μέγας Δούκας Λεόντιος: Πρέπει να είμαστε εξασφαλισμένοι απ' όλες τις πλευρές πασά μου. Εσείς ζητάτε όρκους, ενέχυρα κι ομήρους, χωρίς να προσφέρετε τίποτε.

Ρεσίτ Πασάς: Ο αρχηγός των πιστών, ο Μωάμεθ, όσο εξαρτάται απ' αυτόν, επιθυμεί να μην χυθεί το αίμα των υπηκόων του, καθώς και των Ναζωραίων, γιατί έτσι μας προστάζουν τα ιερά μας βιβλία που γράφουν: «Αιχμαλωσία στους άπιστους και θάνατος στους αποστάτες». Με έστειλε λοιπόν να συνθηκολογήσουμε μαζί σας, όχι γιατί αμφιβάλλει πως ο Αλλάχ θα του παραδώσει την Κωνσταντινούπολη, αλλά γιατί θέλει να χαθούν όσο γίνεται λιγότεροι άνθρωποι για την απόκτησή της.

Ιωάσαφ: Αυτό μπορεί να γίνει! Να πεις όμως στον σουλτάνο σου, ότι αν θεωρεί ότι μπορεί να καταλάβει την πόλη πολεμώντας, κάνει λάθος. Θα πρέπει να ρίξει στην μάχη όλον τον στρατό του κι ολάκερο το πυροβολικό. Και τότε πάλι, μα τους Άγιους Αναργύρους, δεν είναι σίγουρο πως θα νικήσει.

Ρεσίτ Πασάς: Σας ακούω λοιπόν. Πέστε μας τις προτάσεις σας.

Ιωάσαφ: Δεν είναι καθόλου δύσκολο να θυμηθείτε όσα θ' ακούσετε και να τα πείτε στον αφέντη σας. Πρώτον, οι δέκα κυριότερες εκκλησίες και η Αγία Σοφία να μείνουν στους χριστιανούς, καθώς και όλα τα μοναστήρια με τις περιουσίες και τα εισοδήματά τους. Δεύτερον, ζητούμε εγγυήσεις ζωής, προσώπων, ιδιοκτησίας, οικιών, γαιών, υπηρεσιών και όλων εκείνων, τα ονόματα των οποίων αναφέρονται μέσα σ' αυτό το έγγραφο που σας παραδίδω. Και τρίτον, οι χριστιανοί που θα σωθούν, να μην υποχρεωθούν ν' αλλάξουν τρόπο ντυσίματος και να έχουν δικαίωμα να καβαλάνε σε άλογο. Επίσης να μην καταπιέζονται θρησκευτικά.

Οι συναντήσεις αυτές γνωστοποιήθηκαν στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, αλλά αποφάσισε να μην τους συλλάβει, μέχρι να μάθει την απάντηση του Μωάμεθ Β'. Στην επόμενη συνάντηση, τον λόγο πήρε πρώτος ο Ρεσίτ Πασάς:

Ρεσίτ Πασάς: Σας αναγγέλλουμε, ότι σύμφωνα με όσα είπαμε στην τελευταία μας συνάντηση, οι σύντροφοί μου κι εγώ ήρθαμε σε επαφή με τον σεβαστό μας σουλτάνο στην Ανδριανούπολη...

Ιωάσαφ: Ελπίζω ότι η απάντηση του σουλτάνου θα είναι ευχάριστη για όλους. Ο κίνδυνος αυτών των συναντήσεων, είναι πολύ μεγάλος για εμάς. Εσείς δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτε. Κι αν η διαπραγμάτευση αποτύχει, εμείς θα έχουμε πάντα τον φόβο, μήπως και μαθευτούν αυτά που συζητάμε, ενώ εσείς θα πάρετε αμοιβή από τον κύριό σας, γι' αυτήν σας την αποστολή.

Ρεσίτ Πασάς: Οι όροι του σουλτάνου είναι ευνοϊκοί για όλους, εκτός κι αν, παρά την απελπιστική σας θέση, φανείτε άνθρωποι παράλογοι.

Ιωάσαφ: Η θέση μας βρίσκεται στα χέρια του Θεού. Και δεν ήρθαμε εδώ για ν' ακούσουμε απειλές. Προχώρα σε παρακαλώ στην απάντηση. Έχε όμως υπόψιν σου, ότι όποιες κι αν είναι οι συνέπειες αυτών των νυχτερινών μας συναντήσεων, είναι η τελευταία φορά που μαζευόμαστε εδώ.

Ρεσίτ Πασάς: Για την πρώτη πρόταση, δηλαδή για τις δέκα εκκλησιές και τα μοναστήρια, καθώς και για τις εκκλησιαστικές περιουσίες, ο σουλτάνος λέει «ναι», σας τα παραχωρεί. Για την δεύτερη, λέει «ναι»· σαν εγγύηση ορκίζεται στον άγιο μας νόμο. Για την τρίτη, λέει «μερικώς ναι», γιατί οι μουφτήδες δεν συμφωνούν να ιππεύουν οι χριστιανοί σε άλογα. Διέταξε να εξαιρεθούν αυτοί που θα του παραδώσουν την πόλη.

Με το τέλος της συνάντησης, συνελήφθησαν όλοι οι συνωμότες και οδηγήθηκαν στον αυτοκράτορα. Ο αρχηγός της συνωμοσίας, Ιωάσαφ, όχι μόνο δεν αρνήθηκε την ενοχή του, αλλά καυχήθηκε για την προδοσία του, αιτιολογώντας την πως προτίμησε να σώσει την Εκκλησία «απ' τους Άζυμους (Καθολικούς) και την βδελυρά ένωση», ακόμη κι αν γι' αυτό θα έπρεπε να βάλει «τέλος στην ύπαρξη αυτής της αυτοκρατορίας». Θεωρώντας ότι η πτώση και κατάκτηση της Πόλης είναι μοιραία κι αναπόφευκτη, λέει καταλήγοντας: «Τι χρειάζονται λοιπόν οι υπεκφυγές; Ότι είναι να γίνει, ας γίνει». Ο Παλαιολόγος του απάντησε, επικαλούμενος την προδοσία του Ιούδα: «Αφού ήταν θέλημα Θεού, να σταυρωθεί η Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, τότε καλά έκανε ο Ισκαριώτης και τον πρόδωσε. Άρα σε ερωτώ: Ο Ιούδας είναι συγχωρητέος;». Ο Ιωάσαφ, μπροστά σ' αυτό το επιχείρημα, προτίμησε να απαντήσει με την γνωστή ξύλινη και υπεκφεύγουσα εκκλησιαστική γλώσσα, λέγοντας: «Πεθαίνω, μαχόμενος κατά της ένωσης των Εκκλησιών. Σήμερα με κρίνεις εσύ. Αύριο ο Θεός θα δικάσει εσένα».

Φτάνουμε λοιπόν στις μέρες, όπου η Εκκλησία, εντελώς υποκριτικά και με θράσος χιλίων καρδιναλίων κι άλλων τόσων πιθήκων, «θρηνεί» τον «μαρμαρωμένο βασιλιά» που κάποτε θ' αναστηθεί και θα ξαναπάρει την Πόλη που οι ίδιοι οι ρασοφόροι έκαναν τα πάντα για να πέσει στα χέρια των Τούρκων (ας μην ξεχνάμε την αλησμόνητη ρήση του πατριάρχη Γεννάδιου, που έβγαινε στους δρόμους και καταριόταν τον Παλαιολόγο, μόλις έπεσε η Πόλη: «Δεν βλέπετε ότι η Ορθοδοξία εθριάμβευσεν; Από του νυν, ουδέν πλέον φοβείται»), όπως κι έκαναν τα πάντα για να μην φύγει απ' τα χέρια τους (βλέπε αφορισμούς και προδοσίες). Είναι αληθινά θαυμαστό, τι σχιζοφρενικές καταστάσεις μπορεί πράγματι να δημιουργήσει η περίφημη ελληνορθόδοξη «παράδοση». Ας μην ξεχνάμε, πως την έλευση του ίδιου άγγελου Κυρίου, που σύμφωνα και πάλι με την ελληνορθόδοξη «παράδοση», παρέλαβε τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και τον μαρμάρωσε, μέχρι την μεγάλη ώρα που θα επέστρεφε και πάλι για να ξαναπάρει την Πόλη (τι ανοησίες που ήταν και είναι διατεθειμένος να πιστέψει ο κόσμος...), «προφήτευαν» οι ανθενωτικοί ρασοφόροι και πριν την Άλωση. Μόνο που θα ερχόταν για διαφορετικό σκοπό: Να καθαιρέσει τον Παλαιολόγο και να ορίσει άλλον αυτοκράτορα -προφανώς ανθενωτικό. Ως τέτοιο «θείο» σημάδι μάλιστα, ερμήνευσαν μια έκλειψη σελήνης που συνέβη την 23η Μαΐου 1453, σπέρνοντας τον πανικό και ενισχύοντας τις υπονομευτικές ενέργειες.

Αλλά μιας και έγινε -αναπόφευκτα- η αναφορά στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, θα ήταν σκόπιμο να ληφθούν υπόψιν και κάποιες παράμετροι -λιγότερο γνωστές- που αφορούν τον θάνατό του. Γνωρίζουμε σήμερα -από το χρονικό του Γεωργίου Φραντζή-, πως ο Παλαιολόγος έπεσε ηρωικώς μαχόμενος κι όταν αναγνωρίσθηκε απ' τους Τούρκους το πτώμα του από τους χρυσούς δικέφαλους αετούς που κοσμούσαν τα πέδιλά του, αποκεφαλίστηκε και το μεν κεφάλι εστάλη ως τρόπαιο σε περιφορά στις οθωμανικές κτήσεις, ενώ το σώμα του παραδόθηκε στους χριστιανούς για να ταφεί με βασιλικές τιμές. Το ερώτημα που αμέσως προκύπτει, είναι: Που 'ν 'το; Που είναι ο τάφος του; Γιατί απ' την στιγμή που οι ίδιοι οι Οθωμανοί παρέδωσαν όπως λέγεται το σώμα του, δεν υπήρχε κανέναν λόγος να τον θάψουν κάπου κρυφά. Εκτός κι αν το εξαφάνισαν οι ανθενωτικοί. Αλλά σε κάθε περίπτωση, δεν θα είχε διασωθεί από μαρτυρίες αυτός ο τόπος; Αντ' αυτού γίνεται βομβαρδισμός ανοησιών περί «μαρμαρωμένου βασιλιά» (κάποιοι αιθεροβάμονες παραμυθατζήδες μάλιστα, επικαλούνται σήμερα μέχρι και μαρτυρίες Τούρκων, οι οποίοι λένε ότι γνωρίζουν που βρίσκεται ο «μαρμαρωμένος βασιλιάς» [υπονοείται κάπου στα υπόγεια της Αγιάς Σοφιάς]). Ο Ενετός γιατρός, Νικολό Μπαρμπάρο, γράφει πως «Για τον αυτοκράτορα κανένας δεν μπόρεσε να μάθει ποτέ είδηση για τις πράξεις του. Ούτε ζωντανός βρέθηκε κι ούτε νεκρός, αλλά μερικοί λένε ότι τον είδαν ανάμεσα στα πτώματα των σκοτωμένων». Μήπως θα πρέπει να αξιολογηθούν καλύτερα και οι εκδοχές που αναφέρονται σε τουλάχιστον τρία χρονογραφήματα (του επίσκοπου Σαμουήλ, του Αρμένιου Αβραάμ απ' την Άγκυρα και του Νικολά της Τούκια) που σύμφωνα μ' αυτές, ο Παλαιολόγος δεν σκοτώθηκε στην μάχη, αλλά τις κρίσιμες στιγμές, κατέφυγε σε πλοίο και διέφυγε; Άλλωστε, η εικόνα που προκύπτει από τα περισσότερα χρονικά, είναι ότι αυτοί που αντιστάθηκαν περισσότερο ήταν οι Γενουάτες μισθοφόροι (αν και ο αρχηγός τους Τζιοβάνι Τζιουστινιάνι, εγκατέλειψε κι αυτός την μάχη δύο ημέρες πριν την Άλωση), παρά οι ίδιοι οι Βυζαντινοί. Όλα αυτά στην κρίση του καθενός...